ασταθής

ασταθής
Αυτός που δεν είναι σταθερός, που ταλαντεύεται, ο ευμετάβλητος. Α. ισορροπία λέγεται η κατάσταση ισορροπίας ενός σώματος από την οποία μπορεί αυτό να απομακρυνθεί και με την ελάχιστη ακόμα μετατόπισή του. Για παράδειγμα, ένα σώμα που μπορεί να περιστραφεί γύρω από έναν άξονα και το κέντρο βάρους του είναι ακριβώς πάνω από τον άξονα περιστροφής βρίσκεται σε κατάσταση α. ισορροπίας.
* * *
-ές (AM ἀσταθής, -ές) [ίστημι]
1. αυτός που δεν είναι σταθερός, ο άστατος
2. αυτός που εύκολα μεταβάλλει σκέψεις και αρχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀσταθής — unsteady masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασταθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν είναι σταθερός, που ταλαντεύεται, ο ευμετάβλητος (κυριολ. και μτφ.): Έχει πολύ ασταθή χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσταθῆ — ἀσταθής unsteady neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσταθής unsteady masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσταθής unsteady masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθεῖ — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσταθής unsteady masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθές — ἀσταθής unsteady masc/fem voc sg ἀσταθής unsteady neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβοαιμοσφαιρίνη — Ασταθής ένωση της αιμοσφαιρίνης (Hb) με διοξείδιο του άνθρακα, του τύπου HbCO2. H δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα με την αιμοσφαιρίνη είναι αντιστρεπτή. Η κ. σχηματίζεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια κατά τη διέλευσή τους από τα τριχοειδή των ιστών …   Dictionary of Greek

  • ἀσταθέες — ἀσταθής unsteady masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθέεσσι — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθέεσσιν — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσταθέος — ἀσταθής unsteady masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”